Το σούρουπο όταν σκέπαζε το ξέψυχο μιας μέρας
Ένας λαός διαλαλητής ηχούσε στο χωνί
Τον πόνο του αστροπέλεκα τον ψήλωνε ο αγέρας
Λουφάζαν οι Γενίτσαροι, τρέμαν οι Γερμανοί.
Πυκνό, κι ως θύμιζε σκλαβιά, της νύχτας το σκοτάδι
Ένας αντάρτικος λαός κρατούσε το χωνί
Στημόνια ήταν τα λόγια του, τ' αγρίεμά του υφάδι
Κι απλώναν νεκροσάβανο στου πόνου τη θανή.
(Αγνώστου)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου